συνεπίσκοπος
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Greek (Liddell-Scott)
συνεπίσκοπος: ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐπισκοπῶν, ἐπιβλέπων, ὁ καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος ὤν, συνάδελφος ἐπισκόπου, Ἀθαν. τ. 1, σ. 444, 567, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ἐπίσκοπος
ο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ἐπίσκοπος
ο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον.