σύντμηση
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
η / σύντμησις, -ήσεως, ΝΜΑ συντέμνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντέμνω, συντόμευση, σύμπτυξη, βράχυνση
2. συντομογραφία.