υδροκήλη
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
η / ὑδροκήλη, ΝΑ
ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού στη σχισμοειδή κοιλότητα του ιδίου ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως, που εμφανίζεται υπό μορφή διογκώσεως σημαντικών, συχνά, διαστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κήλη (πρβλ. κιρσο-κήλη)].