συνηττώμαι

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

και συνησσῶμαι, -άομαι, ΜΑ
ηττώμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)].