συνηττώμαι

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

και συνησσῶμαι, -άομαι, ΜΑ
ηττώμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)].