φυσικότητα

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(σχετικά με έκφραση, συμπεριφορά, χαρακτήρα) η ιδιότητα του φυσικού, η ειλικρίνεια, η απλότητα, το ανεπιτήδευτο, το απροσποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός. Η λ., στον λόγιο τ. φυσικότης, μαρτυρείται από το 1852 στον Φίλ. Ιωάννου].