φανέρωμα
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
Greek Monolingual
το, Ν φανερώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φανερώνω, αποκάλυψη («το φανέρωμα της κατάχρησης»)
2. εμφάνιση, παρουσίαση
3. εκδήλωση («οι τόσο συχνές ληστείες τραπεζών αποτελούν νοσηρά φανερώματα της κοινωνίας μας»).