υπαινικτικός

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ενέχει υπαινιγμό, αυτός που εκφράζει κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο («υπαινικτικός χαρακτηρισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπαινίσσομαι. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Βρεταννικός Αστήρ].