φοῦρνος
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A furnus, Ath.3.113c, Erot. s.v. ἰπνός.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, der Ofen, das lat. furnus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φοῦρνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. furnus, Ἀθήν. 113C, Ἐρωτιαν. ἐν λέξ. ἰπνός.
Greek Monolingual
ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φρύνος, με τροπή του -ν- σε -ον- (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση του -ρ- (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό του τόνου].