δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Ν1. εντείνω την προσπάθεια, βάζω όλη μου τη δύναμη2. (για άνεμο) δυναμώνω, ενισχύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzare < forza (βλ. λ. φόρτσα)].