χαλκοσκελής
From LSJ
Full diacritics: χαλκοσκελής | Medium diacritics: χαλκοσκελής | Low diacritics: χαλκοσκελής | Capitals: ΧΑΛΚΟΣΚΕΛΗΣ |
Transliteration A: chalkoskelḗs | Transliteration B: chalkoskelēs | Transliteration C: chalkoskelis | Beta Code: xalkoskelh/s |
ές,
A with legs of bronze, βοῦς S.Fr.336.
χαλκοσκελής: -ές, ὁ ἔχων χαλκᾶ σκέλη, χαλκοσκ. βοῦς Σοφ. Ἀποσπ. 320.
-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, φοινικο-σκελής].