χαλκοσκελής

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοσκελής Medium diacritics: χαλκοσκελής Low diacritics: χαλκοσκελής Capitals: ΧΑΛΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: chalkoskelḗs Transliteration B: chalkoskelēs Transliteration C: chalkoskelis Beta Code: xalkoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with legs of bronze, βοῦς S.Fr.336.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοσκελής: -ές, ὁ ἔχων χαλκᾶ σκέλη, χαλκοσκ. βοῦς Σοφ. Ἀποσπ. 320.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, φοινικο-σκελής].