φιλόνομος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον,

   A loving the Jewish law, Supp.Epigr.4.144 (Rome).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόνομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς νόμους, Παχυμέρ. Μελέτη 7, σ. 129, 20, καὶ Μελέτ. 12, σ. 243 Boiss.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόνομος, -ον, ΝΜ
αυτός που υπακούει πρόθυμα στους νόμους, νομιμόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -νόμος].