φιλόνομος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόνομος Medium diacritics: φιλόνομος Low diacritics: φιλόνομος Capitals: ΦΙΛΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: philónomos Transliteration B: philonomos Transliteration C: filonomos Beta Code: filo/nomos

English (LSJ)

φιλόνομον, loving the Jewish law, Supp.Epigr.4.144 (Rome).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόνομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς νόμους, Παχυμέρ. Μελέτη 7, σ. 129, 20, καὶ Μελέτ. 12, σ. 243 Boiss.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόνομος, -ον, ΝΜ
αυτός που υπακούει πρόθυμα στους νόμους, νομιμόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -νόμος].