Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Full diacritics: φῐλογᾰρέλαιος | Medium diacritics: φιλογαρέλαιος | Low diacritics: φιλογαρέλαιος | Capitals: ΦΙΛΟΓΑΡΕΛΑΙΟΣ |
Transliteration A: philogarélaios | Transliteration B: philogarelaios | Transliteration C: filogarelaios | Beta Code: filogare/laios |
ὁ,
A fond of fish-pickle and oil, pr. n. of a parasite in Alciphr.
ὁ, Α
(ως κωμικό παρωνύμιο παρασίτου) αυτός που του αρέσει το γαρέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γαρέλαιον «είδος αλοιφής»].