φιλογαρέλαιος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογᾰρέλαιος Medium diacritics: φιλογαρέλαιος Low diacritics: φιλογαρέλαιος Capitals: ΦΙΛΟΓΑΡΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: philogarélaios Transliteration B: philogarelaios Transliteration C: filogarelaios Beta Code: filogare/laios

English (LSJ)

ὁ, fond of fish-pickle and oil, pr. n. of a parasite in Alciphr.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως κωμικό παρωνύμιο παρασίτου) αυτός που του αρέσει το γαρέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γαρέλαιον «είδος αλοιφής»].