φίλεργος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλεργος, -ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α
αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός
αρχ.
(το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν
η φιλεργία.
επίρρ...
φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α
με φιλεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εργος / -εργός (< ἔργον), πρβλ. χείρ-εργος / χειρο-εργός. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. ανθρωπωνύμιο Piroweko)].