τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
ο, Ν1. αχθοφόρος, βαστάζος2. (επιτιμητικά) χυδαίος, πρόστυχος («μιλάς σαν χαμάλης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamal].