ταυτόχρονος
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, σύγχρονος
2. αυτός που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον, ισόχρονος
3. φυσ. αυτός που γίνεται σε ίσους χρόνους, που απέχει κατά ίσα χρονικά διαστήματα από άλλον («ταυτόχρονες αιωρήσεις»)
4. φρ. α) «ταυρόχρονη καμπύλη»
(μαθ.-φυσ.) καμπύλη που κείται σε κατακόρυφο επίπεδο με την κυρτότητα προς τα κάτω και στην οποία ένα υλικό σημειακό σώμα χρειάζεται πάντοτε τον ίδιο χρόνο για να ολισθήσει ώς το κατώτατο σημείο της από οποιαδήποτε θέση και αν αφεθεί χωρίς αρχική ταχύτητα
β) «ταυτόχρονη κίνηση»
(μαθ.-φυσ.) κίνηση πολλών υλικών σημειακών σωμάτων που αφήνονται ταυτόχρονα να ολισθήσουν χωρίς αρχικές ταχύτητες από διαφορετικά σημεία μιας ταυτόχρονης καμπύλης.
επίρρ...
ταυτοχρόνως και ταυτόχρονα Ν
κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό-χρονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].