υγροκόμος
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
-ον, Α
(για ποταμό) πλούσιος σε νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ωραιο-κόμος].