υγροκόμος

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ποταμό) πλούσιος σε νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ωραιοκόμος].