ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
-ον, Α(για ποταμό) πλούσιος σε νερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ωραιοκόμος].