τεχνολογικός

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν τεχνολογία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεχνολογία (α. «τεχνολογική εξέλιξη» β. «τεχνολογικός εξοπλισμός»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τεχνολογικό
το μέρος της γραμματικής στο οποίο εκτίθενται οι κανόνες σχηματισμού τών λέξεων.
επίρρ...
τεχνολογικώς / τεχνολογικῶς ΝΜΑ, και τεχνολογικά Ν
σύμφωνα με τους κανόνες της τεχνολογίας.