φαρμακείο

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

το, Ν φάρμακο
1. κατάστημα πώλησης και παρασκευής φαρμάκων
2. κουτί όπου φυλάγονται στοιχειώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα, στο σπίτι ή σε όχημα
3. μτφ. κατάστημα του οποίου οι τιμές πώλησης τών προϊόντων είναι εξαιρετικά υψηλές («αυτό το μανάβικο είναι σωστό φαρμακείο»).