τόξευση
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
η / τόξευσις, -εύσεως, ΝΑ τοξεύω
1. η ενέργεια του τοξεύω, η βολή με τόξο
2. μτφ. σαΐτεμα, χτύπημα («τόξευσις ὀμμάτων», Λιβάν.).