υποτέμνω

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑποτάμνω Α τέμνω
1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.)
2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.)
3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς», Διον. Αλ.
β. «μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενός», Πλάτ.)
4. μτφ. κόβω, ματαιώνω, καταστέλλω (α. «ὑποτέμοι ἂν τὰς ἐλπίδας», Ξεν.
β. «ὑπετέμετο τὰς πάντων ὁρμάς», Πολ.).