υφαντουργία
Greek Monolingual
η, Ν υφαντουργός
1. βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων
2. οικονομικός κλάδος που περιλαμβάνει τις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και οικοτεχνικές μονάδες οι οποίες ασχολούνται με την ύφανση φυσικών ή τεχνητών υλών
3. η υφαντική.