τετρασποριάγγειο
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. σποριάγγειο στο οποίο τα σπόρια σχηματίζονται σε ομάδες τών τεσσάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrasporangium < τετρ(α)- + σπορ(ι)άγγειον].