τετρασποριάγγειο
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. σποριάγγειο στο οποίο τα σπόρια σχηματίζονται σε ομάδες τών τεσσάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrasporangium < τετρ(α)- + σπορ(ι)άγγειον].