σπόρια

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

τα, Ν
1. οι σπόροι, τα σπέρματα («βγάλε τα σπόρια από τις ντομάτες»)
2. ψημένοι σπόροι ηλιόσπορου ή κολοκυθιού, πασατέμπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του σπόρ-ι(ον), υποκορ. του αρχ. σπόρος ή υποχωρητ. σχηματ. από σπόρος κατά το σχήμα λόγος: λόγια].