Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
τα, Ν
1. οι σπόροι, τα σπέρματα («βγάλε τα σπόρια από τις ντομάτες»)
2. ψημένοι σπόροι ηλιόσπορου ή κολοκυθιού, πασατέμπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του σπόρ-ι(ον), υποκορ. του αρχ. σπόρος ή υποχωρητ. σχηματ. από σπόρος κατά το σχήμα λόγος: λόγια].