υποπλάσσω
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
μέσ. ὑποπλάσσομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
επινοώ, σκαρφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλάσσομαι «προσποιούμαι, υποκρίνομαι»].