τυφέκιο
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
Greek Monolingual
και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν
φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό του οπλίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο, ενώ ο τ. ντουφέκι από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].