τραύλισμα
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τραυλίζω
1. τραυλισμός, ψεύδισμα
2. ψέλλισμα
νεοελλ.
βραδυγλωσσία.
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
το, ΝΜΑ τραυλίζω
1. τραυλισμός, ψεύδισμα
2. ψέλλισμα
νεοελλ.
βραδυγλωσσία.