υποβοήθηση

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

η, Ν
συμβολή σε κάτι, ενίσχυση της προσπάθειας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβοηθώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβοήθησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].