υποβοήθηση
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
η, Ν
συμβολή σε κάτι, ενίσχυση της προσπάθειας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβοηθώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβοήθησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].