τετράκλαστος

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκλαστος Medium diacritics: τετράκλαστος Low diacritics: τετράκλαστος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: tetráklastos Transliteration B: tetraklastos Transliteration C: tetraklastos Beta Code: tetra/klastos

English (LSJ)

ον,

   A broken fourfold, in four, Procl.ad Hes.Op.440.

German (Pape)

[Seite 1097] vierfach gebrochen, Procl. zu Hes. O. 442.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλαστος: -ον, ὁ κεκλασμένος εἰς τέσσαρα τεμάχια, ἐπὶ ἄρτου, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τετράτρυφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άρτο) ο τεμαχισμένος στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω»), πρβλ. ἡμί-κλαστος].