υποχονδριακός
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποχονδριακός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποχοντριακός Ν ὑποχόνδριος / ὑποχόντριος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποχόνδριο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποχονδρία («υποχονδριακές εκδηλώσεις»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υποχονδρία
3. μτφ. ακοινώνητος, δύστροπος, στρυφνός.