ὑποχονδριακός
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ὑποχονδριακή, ὑποχονδριακόν, of the region between the ribs and the navel, concerning the region between the ribs and the navel, νόσημα Gal.8.185.
German (Pape)
am ὑποχόνδριον krank, am Unterleibe leidend, Medic.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχονδριᾰκός: подреберный, гипохондрический (πάθη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχονδριᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὑποχόνδριον, ὑποχονδριακὸν νόσημα Γαλην. τ. 7, σ. 441Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποχονδριακός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποχοντριακός Ν ὑποχόνδριος / ὑποχόντριος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποχόνδριο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποχονδρία («υποχονδριακές εκδηλώσεις»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υποχονδρία
3. μτφ. ακοινώνητος, δύστροπος, στρυφνός.