ὑποχονδριακός

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῠ̔ποχονδρῐᾰκός Medium diacritics: ὑποχονδριακός Low diacritics: υποχονδριακός Capitals: ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: hypochondriakós Transliteration B: hypochondriakos Transliteration C: ypochondriakos Beta Code: u(poxondriako/s

English (LSJ)

ὑποχονδριακή, ὑποχονδριακόν, of the region between the ribs and the navel, concerning the region between the ribs and the navel, νόσημα Gal.8.185.

German (Pape)

am ὑποχόνδριον krank, am Unterleibe leidend, Medic.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχονδριᾰκός: подреберный, гипохондрический (πάθη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχονδριᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὑποχόνδριον, ὑποχονδριακὸν νόσημα Γαλην. τ. 7, σ. 441Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποχονδριακός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποχοντριακός Ν ὑποχόνδριος / ὑποχόντριος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποχόνδριο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποχονδρία («υποχονδριακές εκδηλώσεις»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υποχονδρία
3. μτφ. ακοινώνητος, δύστροπος, στρυφνός.