ταυρόδερμος
From LSJ
ταυρόδερμος: ἀσπίς, ἡ ἐκ δέρματος ταύρου, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Π. 79. - Ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἄνευ παραπομπῆς εἰς τὸ χωρίον, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
-ον, Μ
κατασκευασμένος από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ὀστρακό-δερμος].