ταυρόδερμος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόδερμος: ἀσπίς, ἡ ἐκ δέρματος ταύρου, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Π. 79. - Ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἄνευ παραπομπῆς εἰς τὸ χωρίον, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ον, Μ
κατασκευασμένος από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ὀστρακό-δερμος].