τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
[Seite 1260] ίδος, ἡ, γῆ, steiniges Land oder Erdreich, Poll. 1, 227.
-ίδος, ἡ, Α(ενν. γῆ) θηλ. του φελλεύς.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. της λ. φελλεύς, με κατάλ. -ίς, -ίδος].