χασμούρημα
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
το, Ν
χασμουρητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ημα (< ρ. σε -ώ), πρβλ. σταυροκόπ-ημα].