φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
το, Νχασμουρητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ημα (< ρ. σε -ώ), πρβλ. σταυροκόπημα].