φράξια
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. κομμουνιστική ομάδα που δρα σε εξωκομματικούς οργανισμούς
2. (κατ' επέκτ.) α) μέλη ενός κόμματος που δρουν στον ίδιο μαζικό χώρο και ενώνονται σε χωριστή ομάδα για να προωθήσουν την πολιτική του κόμματός τους
β) μέλη ενός κόμματος που συγκροτούν δική τους, χωριστή ομάδα, με γραμμή διάφορη ή και αντίθετη προς τη γραμμή που ακολουθεί η οργάνωσή τους ή, γενικότερα, η ηγεσία του κόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. fraktsija (πρβλ. και γαλλ. / αγγλ. fraction «διάσπαση» < υστερολατ. fractio, -ōnis < fractus, μτχ. παρακμ. του frango «διασπώ»)].