τετρακογχώματα

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek (Liddell-Scott)

τετρακογχώματα: τῆς τροπικῆς, αἱ τέσσαρες κόγχαι, γωνίαι τῆς τροπ. (ἴδε τροπική), Λυβ. κ. Ροδ. στ. 2736, ἔκδ. Μαυρ.

Greek Monolingual

τὰ, Μ
φρ. «τετρακογχώματα τροπικῆς» — οι τέσσερεις γωνίες της τροπικής (Λιβ. Ροδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόγχη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. ἀέτ-ωμα)].