Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
το, Ν·1. (κυρίως θωπευτικά) μικρό ή τρυφερό χέρι («δώσ' μου το χεράκι σου»)
2. φρ. α) «του τά 'πα ένα χεράκι» ή «θα τά πούμε ένα χεράκι» — με λίγα λόγια, χωρίς περιστροφές
β) «δίνω [ή βάζω] ένα χεράκι» — συντρέχω, βοηθώ.