φρουκτόζη

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(βιοχ.) οργανική ένωση, μέλος της ομάδας τών υδατανθράκων που είναι γνωστοί ως απλά σάκχαρα ή μονοσακχαρίτες, θεωρούμενη ως ο γλυκύτερος από όλους, η οποία απαντά στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση ή, συνηθέστερα, συνοδεύοντας τη γλυκόζη στα σταφύλια και άλλα φρούτα, στο μέλι και σε ορισμένα λαχανικά, αλλ. οπωροσάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. γαλλ. fructose < λατ. fructus «καρπός» + κατάλ. -ose της χημ. ορολογίας].