οπωροσάκχαρο

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

το
η φρουκτόζη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + σάκχαρο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροσάκχαρον, μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω. Τρικαλιανό].