σωματοτρόπος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
-ο, Ν
φρ. «σωματοτρόπος ορμόνη»
(βιοχ.)
η σωματοτροπίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotropic (< σώμα, σώματος + τρόπος)].