φασκόμηλο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. βοτ. φασκομηλιά
2. ρόφημα με χωνευτικές και τονωτικές ιδιότητες, με ευχάριστη γεύση και άρωμα, το οποίο παρασκευάζεται από τα φύλλα της φασκομηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φασκομηλία / φασκομηλιά (βλ. και λ. φάσκο)].