φασκόμηλο

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. φασκομηλιά
2. ρόφημα με χωνευτικές και τονωτικές ιδιότητες, με ευχάριστη γεύση και άρωμα, το οποίο παρασκευάζεται από τα φύλλα της φασκομηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φασκομηλία / φασκομηλιά (βλ. και λ. φάσκο)].