χοροδιδασκαλείο
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
το, Ν
σχολή χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροδιδάσκαλος + κατάλ. -είο (πρβλ. σχολ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. χοροδιδασκαλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].