χλώριο

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. χημ. αέριο αμέταλλο χημικό στοιχείο της ομάδας τών αλογόνων, με σύμβολο CI, ατομικό αριθμό 17 και ατομικό βάρος 35, 46
2. φυσιολ. ιχνοστοιχείο που περιέχεται ως ελεύθερο ανιόν στο πλάσμα του αίματος και στον μεσοκυττάριο χώρο και το οποίο αποτελεί απαραίτητο ηλεκτρολύτη για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlore (< χλωρός)].