φιλέτο
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
Greek Monolingual
το, Ν
1. το κρέας της νεφρικής χώρας τών σφαγίων, ψαρονέφρι
2. πρόσθετο λεπτό περίγραμμα ενδύματος ή υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filetto, υποκορ. του filo «νημα»].