υδροχαριτώδη
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
και υδροχαρώδη, τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει την οικογένεια υδροχαριτίδες, φυτών υδρόβιων τών γλυκών και αλμυρών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrocharitales (< υδρο- + χάρις, -ιτος)].